Συμεών Γρ. Σταμπουλού
[Α’ μέρος]
Ο καλός μου φίλος από τα παλιά, από τα φοιτητικά μας χρόνια, ο Λάμπρος Μισιτζής*, εξαίρετος γλωσσολόγος και αρχαιοδίφης, μου έστειλε από την Αμερική, όπου ζει μόνιμα τέσσερεις δεκαετίες τώρα, μία σπάνια αγγειογραφική απόδοση της Σαπφώς, εκπατρισμένης από τα χώματα της Αττικής στην Βαρσοβία· συγκεκριμένα, στο Εθνικό Μουσείο της Βαρσοβίας (αριθμός καταχώρισης 142333). Από τις πολλές ιδιαιτερότητες και εκπλήξεις που φέρει το αρχαιολογικό εύρημα, ένα ερώτημα είναι οι περιπέτειες που έζησε μέσα στους αιώνες, οι διαδρομές που έκανε και τα χέρια που άλλαξε, μέχρι να καταλήξει εκεί. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, αλλά αυτές ας τις αφήσουμε για το τέλος.
Πρόκειται για μελανόμορφο είδος αγγείου που ονομάζεται κάλπη (αρχ. κάλπις) και σημαίνει τη στάμνα, το δοχείο. Η μεταγενέστερη χρήση του ως «ψηφοδόχου» οδήγησε στη σημασία της εκλογικής κάλπης που γνωρίζουμε σήμερα. Έχει σώμα στρογγυλό και τρεις λαβές και είναι περισσότερο γνωστή ως τεφροδόχος υδρία (1η φωτογραφία), επειδή η υδρία, μεγαλύτερη ως αγγείο που χρησιμοποιείται για μεταφορά και προσφορά νερού, έχει ανάλογο σχήμα.
Η κατασκευή του αγγείου και η αγγειογράφηση τοποθετούνται μεταξύ των ετών 510 και 490 (δηλαδή πριν από τους περσικούς πολέμους). Σε αυτό δεσπόζει μόνο μία μορφή (σπάνιο): όρθια γυναίκα που κρατά βάρβιτο. Αν και η εικόνα μάς οδηγεί εύκολα στην Σαπφώ, ο ζωγράφος την κατονομάζει ευανάγνωστα, προφανώς για την εμπορικότητα και εξασφάλιση υψηλής τιμής για το έργο του. Το όνομα γράφεται από τα αριστερά προς τα δεξιά («εις ευθύ»), κατά το παλαιό αττικό αλφάβητο, την προ-ευκλείδεια γραφή, που ίσχυσε μέχρι το 403 (όταν τα γραφήματα Ε και Ο διακρίθηκαν σε βραχέα και μακρά φωνήεντα, δηλαδή Η και Ω αντιστοίχως). Διαβάζουμε: ΦΣΑΦΟ. Ο τύπος του ονόματος κατάγεται από το αιολικό ΨΑΠΦΩ (σε νόμισμα της Μυτιλήνης του 2ου μ.Χ. αιώνα) που έδωσε το ΣΑΦΦΩ και ΣΑΦΟ και το κοινότερο ΣΑΠΦΩ (σχετικά στο Λεξικό των Liddell και Scott. Οξφόρδη, Clarendon Press 1940. Λήμμα «Σαπφώ»).
Ο αγγειογράφος είναι γνωστός ως «Ζωγράφος της Σαπφώς». Του αποδίδονται περίπου 100 σωζόμενα αγγεία, το 70% των οποίων είναι λήκυθοι, και αυτό σημαίνει ότι θα κατασκεύασε και ζωγράφισε κατά πολύ μεγαλύτερο αριθμό, αν και συχνά ο κεραμοποιός («εποίησε») διαχωρίζεται από τον ζωγράφο («έγραψε»). Πιθανότατα θα είχε το εργαστήριό του, όπως οι περισσότεροι, στον Κεραμεικό, όθεν και το όνομα του δήμου (Κεραμέων). Την περιοχή διέσχιζε (κυλάει ακόμη σήμερα) ο Ηριδανός ποταμός που κατεβαίνει από τον Λυκαβηττό. Το νερό και το αργιλώδες χώμα της περιοχής ευνοούσαν την ύπαρξη εκεί εργαστηρίων αγγειοπλαστικής.
Δυο λόγια απαραίτητα ως προς την τεχνική της παράστασης. Ονομάζεται τεχνική του Σιξ, από το όνομα του Ολλανδού αρχαιολόγου Γιαν Σιξ ( Jan Six) που πρώτος την περιέγραψε το 1888: Επάνω στη μελανή επιφάνεια του αγγείου οι μορφές ζωγραφίζονται με λευκό (ή κόκκινο) χρώμα, ενώ οι λεπτομέρειες -στην περίπτωση της Σαπφώς οι πτυχώσεις του χιτώνα και του ιματίου, το περίγραμμα της λύρας και οι χορδές, η κόμμωση της κεφαλής κ.λπ.- χαράσσονται από τον τεχνίτη με προσοχή. Επομένως, υπάρχουν τρία στρώματα, το μαύρο φόντο στο γάνωμα του αγγείου, το λευκό χρώμα για τα ακάλυπτα μέρη του σώματος (με πινελάκι) και η χάραξη, λ.χ. του περιγράμματος και των χορδών της βαρβίτου, με αιχμηρό εργαλείο. Η εσφαλμένη χάραξη και οι ατέλειες δεν διορθώνονται. Το ίδιο ισχύει στη ζωγραφική απόδοση των λευκών μελών του σώματος. Δείτε πόσο άτεχνα είναι τα δάχτυλα του αριστερού χεριού.
Η τεχνική του Σιξ εφαρμόστηκε μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα. Οι πρώτοι τεχνίτες ήταν ο Νικοσθένης, ο Ψίαξ και ο Ζωγράφος του Διοσόφου που μοιραζόταν το εργαστήριο με τον Ζωγράφο της Σαπφώς.
Είπαμε ότι η ποιήτρια κρατά βάρβιτο. Βάρβιτος (η) και βάρβιτον (το) [λατ. barbitus] είναι η μεγάλη λύρα. Γνωστό στον ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο έγχορδο όργανο με τέσσερεις κατ’ αρχάς χορδές που σύμφωνα με την παράδοση ο Τέρπανδρος από την Άντισσα, τον οποίο ο Πίνδαρος θεωρεί εφευρέτη της, αύξησε στο πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα σε επτά. Η βάρβιτος ήταν διαδεδομένη στη λυρική σχολή της Λέσβου. Την τίμησαν όλοι, ο Τέρπανδρος, ο Αλκαίος, ο Ανακρέων, η Σαπφώ (Αλ. Γουλάκη-Βουτυρά, «Μουσική εικονογραφία στην αρχαιότητα» (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, 1995).
Στο αγγείο που εξετάζουμε, το όργανο συγκρατείται από τη μέση της παίκτριας, αλλά και με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού. Άβολη στάση. Γι’ αυτό οι μουσικοί, όταν δεν ορχούνται, παριστάνονται συνήθως καθήμενοι, όπως στον αμφορέα του «Ζωγράφου των Νιοβιδών» στο Walters Art Museum στη Βαλτιμόρη (2η φωτογραφία) και στον κρατήρα από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη, όπου δύο όρθιες γυναίκες παρακολουθούν μια τρίτη να παίζει καθισμένη την βάρβιτο (3η φωτογραφία, δες και την 5η). Μία λεπτή ταινία (σήμερα θα λέγαμε σπάγγος) συνδεδεμένη με την βάρβιτο καταλήγει στο δεξί χέρι της παίκτριας. Στην άκρη της υπάρχει το πλήκτρον (σήμερα θα λέγαμε πένα), με το οποίο «πλήττονται», κρούονται οι χορδές. Το στόμα της Σαπφώς είναι κλειστό, επομένως, αν το άσμα δεν έχει ολοκληρωθεί, υπάρχει παύση. Η θέση του δεξιού χεριού δείχνει ότι και η «πλήξη», η κρούση των χορδών, έχει προηγηθεί. Η Σαπφώ βρίσκεται σε κίνηση, το δεξί πέλμα πατάει στα δάχτυλα. Ας κάνουμε τη ρομαντική υπόθεση ότι η ποιήτρια ορχείται, τραγουδά και παίζει την βάρβιτο στο άπειρο, στους αιώνες. Όπως όντως συμβαίνει. Η ανθρωπότητα δεν θα πάψει ν’ ακούει τη μουσική της.
Η συνολική εικόνα της παράστασης είναι θελκτική. Η ποιήτρια φορά ποδήρη κοντομάνικο χιτώνα και από πάνω (σαν ριχτό) ιμάτιο. Το ιμάτιο ξεχωρίζει με τα ποικίλματα (στίγματα) που ελαφρώνουν τη χρωματική μονοτονία. Ο δεξιός βραχίονας είναι ακάλυπτος, για να κινείται ελεύθερα στην κρούση των χορδών. Δείχνει ακόμη την ελεύθερη φύση της και την ανώτερη κοινωνική θέση (οι δούλες απεικονίζονται με μακρυμάνικο ή χοντροκομμένο ρούχο). Εντυπωσιάζουν η φροντισμένη κόμμωση, το διπλό περιδέραιο και το ενώτιο (σκουλαρίκι). Ως μοναδική φιγούρα σε ολόκληρο το αγγείο, αναγκάζει το βλέμμα να επικεντρωθεί επάνω της. Φιγούρα δεσποτικής ωραιότητας (όχι ομορφιάς – η ομορφιά παρέρχεται, η ωραιότητα μένει).
Μία λεπτομέρεια: οι βιογράφοι χαρακτηρίζουν την Σαπφώ «μέλαινα», κάτι παραπάνω από μελαχρινή (και μελαγχροινή). Ο Ελύτης την αποκαλεί «μαυροτσούκαλο» (ήταν και βραχύσωμη). Ωστόσο, οι ανάγκες της τεχνικής, το μαύρο φόντο, επιβάλλουν να παριστάνεται η μορφή λευκόχρους, με επιδερμίδα λευκή. Η αντίθεση τονίζει τη φωτεινότητα, το αγλαόν δέρμα, αλλά και το μαύρο χρώμα δείχνει περισσότερο στιλπνό.
Το θέμα της παράστασης, όπου μάλιστα η Σαπφώ συνοδεύεται από τον Αλκαίο, το βλέπουμε και σε κρατήρα που έχει σχήμα καλάθου. Κρατήρας είναι το αγγείο, όπου αναμιγνύεται (κεράννυται) ο οίνος με το νερό και ως κεκραμένος οίνος ονομάζεται σήμερα κρασί. Ο εν λόγω κρατήρας βρέθηκε στον Ακράγαντα και φυλάσσεται στο Μόναχο (Staatliche Antikensammlungen, αρ. 2416). Παριστάνονται όρθιοι ο Αλκαίος να τραγουδά κρατώντας βάρβιτο και η Σαπφώ, με βάρβιτο επίσης, να στρέφεται και να τον κοιτάζει αποχωρώντας μάλλον από τη σκηνή. Επιμελημένη εμφάνιση με σαγηνευτικό πρόσωπο μετωπικής σχεδόν κατατομής από χέρι επιδέξιου τεχνίτη. Ύψος, 52, 5 εκ., χρονολογείται γύρω στο 470 και είναι έργο του «Ζωγράφου του Βρύγου» («Κάλαθος του Βρύγου»). Φέρει τα ονόματα «ΑΛΚΑΙΟΣ» και «ΣΑΦΟ». Προσέχουμε την προ-ευκλείδεια γραφή του ονόματος (4η φωτογραφία). Στην άλλη όψη του αγγείου απεικονίζονται ο Διόνυσος και Μαινάδα ή η Αριάδνη.
Ως προς τις περιπέτειες του αγγείου της Σαπφώς, από την αττική γη τον 5ο αιώνα μέχρι τον 19ο αιώνα, δεν υπάρχουν φυσικά πληροφορίες. Αν το μουσειακό έκθεμα δεν είναι προϊόν επίσημης ανασκαφής, επειδή υπάρχουν η τυμβωρυχία και η αρχαιοκαπηλία, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Συχνά ένα εύρημα αλλάζει χέρια προερχόμενο από όλα τα μέρη του αρχαίου κόσμου, καταλήγει να πωληθεί σε δημοπρασία ή να αγοραστεί από ένα Μουσείο, όπως συνέβη με την «Στήλη του Σείκιλου», έργο του 1ου ή του 2ου αι. μ. Χ.. Ανακαλύφθηκε το 1883 στο Αϊδίνι, τις αρχαίες Τράλλεις, μεταφέρθηκε στη Σμύρνη, χάθηκε στην καταστροφή του 1922, εντοπίστηκε σε αυλή τουρκικού σπιτιού, πουλήθηκε, άλλαξε αρκετούς ιδιοκτήτες, για να αγοραστεί το 1996 από το Εθνικό Μουσείο της Δανίας στην Κοπεγχάγη, όπου εκτίθεται. Αν η κάλπη της Σαπφώς είχε βρεθεί σε ανασκαφές στην περιοχή του Κεραμεικού, ή όπου αλλού, σε χώμα ελληνικό, θα το γνωρίζαμε. Όπως συνέβη με τον περίφημο «Αμφορέα του Διπύλου», το διασημότερο έργο κεραμικής. Ήρθε στο φως το 1891 σε ανασκαφή στην περιοχή του Κεραμεικού, που διηύθυνε ο Βαλέριος Στάης, και φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ας μη ξεχνάμε ότι η Γερμανική Αρχαιολογική Εταιρεία στην Αθήνα έχει αναλάβει, πρώτη και κατ’ αποκλειστικότητα, τις ανασκαφές στην περιοχή του Κεραμεικού από το 1913 μέχρι σήμερα. Τα ευρήματα στο διάστημα αυτό υπήρξαν πολλά, μεταξύ αυτών και πολλά έργα κεραμικής.
Στην περίπτωση του αγγείου της Σαπφώς ξενίζει το γεγονός ότι ένα από τα ωραιότερα έργα αγγειοπλαστικής και αγγειογραφίας βρίσκεται στην Βαρσοβία και όχι σε ένα από τα «ειδικευμένα» σε προσκτήσεις αρχαίων θησαυρών μεγάλα μουσεία της Ευρώπης. Εκεί εκτίθενται σήμερα, όπως και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, μεγάλος αριθμός αγγείων του Κεραμεικού και της αττικής γης γενικότερα με παραστάσεις μουσικών (5η φωτογραφία).
Για τον λόγο αυτό υπέβαλα ερώτημα στο αρμόδιο τμήμα του Εθνικού Μουσείου της Βαρσοβίας ως προς το ιστορικό της πρόσκτησης του αγγείου. Ο προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων κ. Tomasz Dziurdzik είχε την καλοσύνη να μου δώσει κατατοπιστική και πλήρη απάντηση συνοδευόμενη με όλα τα σχετικά δημοσιεύματα (περισσότερα στο Β’ μέρος του Σημειώματος). Το αγγείο ανήκε στη συλλογή των Jan Dzialyński και Izabela Dzialyńska (το γένος Czartoryska). Αγοράστηκε στο Παρίσι το 1880 (είχε εκτεθεί στην Έκθεση του 1878 στο Palais du Trocadero) και μεταφέρθηκε στην Πολωνία στη συλλογή του ζεύγους στο κάστρο Goluchów. Από το 1956 αποτελεί μέρος της συλλογής του Εθνικού Μουσείου.
Αφορμή να σκεφτούμε εμείς, τα «μακρινά ξαδέλφια» της Σαπφώς στην Ερεσό, την πιθανότητα επίσκεψης στον Κεραμεικό. Είναι η καρδιά του αρχαίου κόσμου. Ως σπουδαστής κάποτε της κλασικής αρχαιολογίας αναλαμβάνω ασμένως την περιήγηση (όχι ξενάγηση). Νοεροί προσκεκλημένοι, πέραν του συμφοιτητή μου, η κ. Anna Filipek, ο κ. Tomasz Dziurdzik, φύλακες και φροντιστές της Σαπφώς στη Βαρσοβία, και ο πρώην μαθητής μου Νίκος Μάλλιος που ζει εκεί και μεσολάβησε αποφασιστικά στην επικοινωνία μου με το Εθνικό Μουσείο.
*Με τις παρατηρήσεις και το πλούσιο υλικό που μου έστειλε, του οποίου μόλις το 1/10 παρουσιάζεται εδώ, ο Λάμπρος Μισιτζής είναι ο συν-συντάκτης αυτού του Σημειώματος. Τμήμα της πλουσιότατης βιβλιογραφίας θα παρατεθεί στο Β’ μέρος του Σημειώματος. Στο μεταξύ στοιχεία για το ωραιότατο αυτό αγγείο μπορούν να δουν μικροί και μεγάλοι στην δεκαπεντάλεπτη ταινία επιστημονικής τεκμηρίωσης και κινουμένων σχεδίων «About Sappho» (διατίθεται στο youtube).
Ερεσός, 27 Μαρτίου 2024
Komentáře