Παρουσίαση του βιβλίου «Η κρυφτή γυναίκα» μετά μουσικής!
- Mariketi Kozakli
- 16 Ιαν 2024
- διαβάστηκε 16 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 5 Φεβ
Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024, στο μπαράκι της Διδότου (Διδότου 3 και Σίνα Κολωνάκι), ώρα 8.00, και την Παρασκευή 1η Μαρτίου 2024 στο εντευκτήριο του Λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας.
Την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024, έγινε με μεγάλη επιτυχία και συμμετοχή η Αθηναϊκή παρουσίαση του βιβλίου «Η κρυφτή γυναίκα– Μικρές ιστορίες για το Νησί της Ερεσού», εκδόσεις Τόπος, στο Μπαράκι της Διδότου και, μάλιστα, μετά μουσικής!
Για το βιβλίο μίλησε η Τατιάνα Σπανέλλη, εκπαιδευτικός- συγγραφέας και το παρουσίασαν ο Σόλης Μπαρκή, στην απαγγελία και τα κρουστά, η ηθοποιός Μαρία Ελευθεριάδη στο τραγούδι και την απαγγελία, ο Νότης Πλάκας στην απαγγελία και ο Ανδρέας Αναγνωστόπουλος στο πιάνο, σε μια ιδιότυπη παράσταση.
Στη συνέχεια, ο Ανδρέας Αναγνωστόπουλος μαζί με την Αθηνά Χατζηαθανασίου φωνή, τον Αλέξανδρο Σιγαλό φωνή, κιθάρα και το Θοδωρή Ζέη φωνή μπουζούκι, μας παρουσίασαν συνθέσεις του ίδιου αλλά και άλλων αγαπημένων συνθετών.
Την Παρασκευή 1η Μαρτίου 2024 «Η κρυφτή γυναίκα- Μικρές ιστορίες για το νησί της Ερεσού», εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, ζωντάνεψε, ξύπνησε, κολύμπησε ...και έφτασε μέχρι τα ΄Ασπρα Σπίτια Βοιωτίας στο φιλόξενο εντευκτήριο του Λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Για την παρουσίασή της συνέπραξαν ο Σόλης Μπαρκή, στην απαγγελία και τα κρουστά, η ηθοποιός Μαρία Ελευθεριάδη στο τραγούδι και την απαγγελία, ο Νότης Πλάκας στην απαγγελία και ο Ανδρέας Αναγνωστόπουλος στο πιάνο! Για το βιβλίο μίλησε η Ναυσικά Χαραλαμπίδου.
Ήταν δυο εξαιρετικές λογοτεχνικές βραδιές, γεμάτες μουσική και αναμνήσεις! Ευχαριστούμε θερμά τους καλλιτέχνες που πλαισίωσαν τόσο μοναδικά τις δύο εκδηλώσεις του Συλλόγου Απανταχού Ερεσίων ο Θεόφραστος!!!!






Εδώ μπορείτε να διαβάσετε την ομιλία της Τατιάνας Σπανέλλη
ΠΑΜΕ ΚΟΛΥΜΠΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΝΗΣΊ;
Τατιάνα Σπανέλλη
Καλησπέρα σας!
Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Σύλλογο των Απανταχού Ερεσίων, ο Θεόφραστος, για την τιμή που μου έκανε να παρουσιάσω σήμερα αυτή τη συλλογή διηγημάτων γνωστών και φίλων πολύ αγαπημένων. Μια ιδέα που ξεκίνησε από τον γλύπτη και εικαστικό καλλιτέχνη και καθηγητή, Λουκά Λουκίδη και άνθισε μέσα από το λόγο 15 ανθρώπων που όλοι/-ες τους έχουν μια σχέση με την Ερεσό.
Καθώς πλησίαζε η σημερινή μέρα και έπρεπε να γράψω στο χαρτί δυο λόγια για την παρουσίαση, θυμήθηκα ότι πέρσι το καλοκαίρι, όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο, αναμενόμενα εξαιρετικής αισθητικής λόγω της εικαστικής επιμέλειας του Λουκά, αναρωτήθηκα, ξεφυλλίζοντάς το, για το αν και σε ποιο βαθμό θα συναντήσω μέσα στις σελίδες του, τη δική μου Ερεσό και το δικό μου Νησί.
Ο Λουκάς, στην εισαγωγή του βιβλίου, θέτει ένα ερώτημα: «Είναι το Νησί ζωντανό; και απαντάει καταφατικά περιγράφοντας ως ζωντανό «καθετί που μας περιβάλλει, που το γνωρίζουμε, που το αγαπάμε.» Και μιλώντας για την ομάδα των συγγραφέων που σταδιακά διευρυνόταν αναφέρει ότι μια χαλαρή ιδέα έγινε σταδιακά ένας κοινός φαντασιακός τόπος».
Η φράση αυτή υποδηλώνει, κατά τη γνώμη μου, ότι ο τόπος συλλαμβάνεται όχι μόνο στα γεωγραφικά του όρια αλλά ως σχέση και υπό αυτή την οπτική μας οδηγεί σε μια φαντασιακή κοινότητα.
Ο όρος φαντασιακή κοινότητα ανήκει στον πολιτικό επιστήμονα και ιστορικό Μπένεντικτ Άντερσον και αφορά στον ορισμό του έθνους για το οποίο ο Άντερσον, μεταξύ άλλων, μέσα από μια ανθρωπολογική προσέγγιση επισημαίνει ότι «ανεξάρτητα από την ουσιαστική ανισότητα και την εκμετάλλευση που κυριαρχεί σε κάθε κοινότητα, το έθνος νοείται πάντα σαν μια βαθιά, οριζόντια συντροφική σχέση. […] διακατέχεται, δηλαδή, από αυτό το αίσθημα της αδελφότητας.» [1]
Ξαναδιαβάζοντας τη συλλογή, μέσα από το πρίσμα μιας φαντασιακής κοινότητας ανθρώπων που έχουν κάποια σχέση με την Ερεσό αναρωτιόμουν: Πόσο πραγματικός είναι ένας φαντασιακός τόπος; Πώς για κάθε επισκέπτη που πρωτοέρχεται στην Ερεσό το Νησί δεν είναι παρά ένας βράχος στη θάλασσα, ενώ στον κώδικα όλων που σχετιζόμαστε με οποιοδήποτε τρόπο με την Ερεσό είναι ΤΟ ΝΗΣΙ; Ποιοι είμαστε όλοι και όλες εμείς, ένα ετερόκλιτο πλήθος από διαφορά μέρη της γης που επιστρέφει σε αυτό τον μικρό-χωρικά- τόπο, στην Ερεσό, κάθε χρόνο; Πώς η Ερεσός προσλαμβάνεται ως μια μορφή πατρίδας όχι μόνο για όσους και όσες γεννηθήκαν και ζουν εκεί ή κατάγονται από εκεί αλλά και από ανθρώπους που την επέλεξαν για πλήθος διαφορετικών λόγων; Ποιο νήμα μας δένει; Αυθόρμητα και αβίαστα σκόρπιες φράσεις/αποσπάσματα των συγγραφέων συντέθηκαν στο μυαλό μου, σε έναν φαντασιακό διάλογο που -νομίζω- ότι με οδήγησε στο νήμα που συνδέει αυτές τις ιστορίες και συνέδεσε κι εμένα, την αναγνώστρια, μαζί τους.
ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙ. ΠΡΩΤΟΣ ΜΙΛΗΣΕ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΝΕΛΛΗΣ , Ο ΜΕΓΑΣ ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΕΙΠΕ: «Τότε που τον πρώτο λόγο στη φυλή είχαν οι σοφές και αφοσιωμένες ιέρειές της μια μικρή κοινότητα ζούσε σε ένα μέρος δίχως όνομα ακόμα. Είχε μια πλατιά παραλία και πίσω της απλωνόταν ένας εύφορος κάμπος, και, πιο πίσω ακόμα, όλο αυτό το τοπίο το έκλειναν γυμνά βουνά [..]Το Νησί δεν είναι βράχος. Είναι κέλυφος.»
ΚΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΒΟΥΒΟΥΛΟΥΔΑ ,ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΠΕ: «Κι εγώ; Εκεί. Ήμουν πάντα το Νησί. Μικρός βράχος μα με είπαν Νησί»
ΚΙ Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΝΕΧΙΣΕ: «Πάντα όταν έβλεπε το νησάκι είχε κατά νου την εικόνα μιας ξαπλωμένης γυναίκας»
ΤΟΤΕ Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΕΙΠΕ: «Φήμες λέγαν πως το Νησί δεν ήταν μόνο βράχος, μα και γυναίκα πετρωμένη. Μια γυναίκα γίγαντας που κανένας άντρας δεν την ήθελε. Νικημένη από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, κολύμπησε με το τεράστιο σώμα της βαθιά, βρήκε μια πλατιά πέτρα μέσα στη θάλασσα και κουλουριάστηκε πάνω της»
ΚΑΙ Η ΣΟΦΙΑ ΞΕΝΕΛΛΗ ΣΥΝΕΧΙΣΕ: «Ένα πέτρινο κορίτσι που κοιμάται γαλήνια στη θάλασσα ανάμεσα στη στεριά και στο σημείο τομής των οριζόντων.[..] Μικροί και μεγάλοι κολυμπάνε μέχρι τον βράχο αυτόν, εγκαταλείπουν το βάρος τους στη στεριά και ξαποσταίνουν στα φιλόξενα κοιλώματά του. Λένε πως νιώθουν μια περίεργη απελευθέρωση εκεί».
ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ ΕΊΠΕ: «Πιο πολλή ώρα χάζευα το Νησί μας παρά τα πρωτόγνωρα μουσικά κύματα, και ας ήταν αυτό σιωπηλό και σκούρο.»
ΘΥΜΗΘΗΚΕ ΤΟΤΕ Η ΜΑΡΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟΛΟΓΗΣΕ: «Και η θάλασσα, λάδι. Κοιμάται με το παράθυρο ανοιχτό για να την ακούει. Τράβηξε την κεντημένη στο χέρι από τη γιαγιά της κουρτίνα για να αντικρίσει τη θάλασσα, να γαληνέψει. Ένα Νησί και ξάπλωσε. Το δικό της Νησί.»
ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΟΠΗ ΦΡΑΝΤΖΗ ΣΥΝΕΧΙΣΕ: «Από τότε που ο γλύπτης της χάρισε τη «Γυναίκα-Νησί που κοιμάται αμέριμνα» της πήρε τον δικό της ύπνο […]Το Νησί. Προσπαθεί να ξεχωρίσει την ξαπλωμένη γυναικεία φιγούρα. Αυτή την ώρα, κάτω από το λευκό φως του ήλιου, έχει σχεδόν εξαφανιστεί.»
ΤΟΤΕ ΝΑΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ ΜΟΙΡΑΣΤΗΚΕ ΜΙΑ ΜΝΗΜΗ: «Ο μπαμπάς μου έλεγε ότι η Ίτσι κατοικοέδρευε στον βράχο της, που όλοι στο χωριό τον λέγαμε «Νησί». […]Όλοι στο χωριό ξέρανε το «Νησί», το βλέπανε όλοι. Παρ’ όλα αυτά, μόνο εγώ ήξερα και έβλεπα ότι το «Νησί» ήταν η Ίτσι.»
ΚΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΤΕΡΗΣ ΔΗΛΩΣΕ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ: « Έχω περάσει ώρες ατέλειωτες αγναντεύοντας το Νησί και είχα διαπιστώσει από νωρίς ότι εκπέμπει κάτι ερωτικό». […]Το καταλαβαίνεις και απ’ τον κόσμο που μαζεύει γύρω του κάθε πρωί. Κολυμπάνε τρακόσα μέτρα για να τον φτάσουν. Δεν είναι λίγα».
ΜΕΤΑ ΑΠΌ ΑΥΤΌ Η ΜΕΛΙΝΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΕΙΠΕ: «Θα πάω να τον βρω με όρεξη για νεανικό φλερτ, και νυχτερινό κολύμπι μέχρι το Νησί. Αυτό το Νησί πάντα με ταξιδεύει. Με κάνει να νιώθω την απεραντοσύνη»
ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΟΛΟΙ ΣΙΩΠΗΣΑΝ
ΚΑΙ Η ΑΝΘΟΦΙΛΗ ΤΕΛΩΝΙΑΤΗ ΕΣΠΑΣΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΛΕΓΟΝΤΑΣ: «Οι μνήμες μας έναστρες μαζί σου βαδίζουνε»
ΚΑΙ ΑΜΕΣΩΣ ΣΗΚΩΘΗΚΕ Η IRIS ANNA LLOYD, ΤΟ ΝΕΟΤΕΡΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΚΙ ΕΙΠΕ: «Τα χρόνια πέρασαν κι όμως τους θυμάμαι όλους. Επιστρέφουν, κάθε καλοκαίρι, πρώτα ως παιδιά και μετά ως ενήλικοι, φέρνουν τα δικά τους παιδιά να τους μάθουν τις χαρές του νησιού. Κάθε χρόνο ελπίζω ότι θα έρθουν να με δουν. Και το κάνουν: Κολυμπούν στα ανοιχτά να με συναντήσουν…»
ΚΑΙ ΤΟΤΕ Η ΦΑΝΗ ΓΑΛΗΝΟΥ ΑΝΕΦΕΡΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΕ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΕΡΧΟΤΑΝ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΑΥΤΌΝ: «Δεν έχω λόγια να περιγράψω το δέος που με κατακλύζει κάθε απόγευμα. Όλα αλλάζουν χρώμα και σχήμα αυτή την ώρα στην Ερεσό …. Πολύ συχνά μιλάνε οι φίλοι για την ενέργεια που έχει αυτός ο ηφαιστειακός τόπος. Δεν ξέρω αν επηρεάστηκα, αλλά τη νιώθω. Αγαλλίαση και ευδαιμονία!»
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ Η ΕΛΕΝΗ ΓΑΛΗΝΟΥ «Αυτός είναι ο τόπος μας. Εδώ θα συναντιόμαστε πάντα όσα χρόνια κι αν περάσουν. Δεν χάνονται οι αληθινές φιλίες ούτε η αγάπη και τούτος ο τόπος είναι ευλογημένος, δένει μ’ έναν δικό του τρόπο τους ανθρώπους και τους κρατά στην αγκαλιά του[..] Κι εκείνο το Νησί… Γενιές και γενιές το θωρούν, το αγαπούν, το θαυμάζουν, το υμνούν…»
ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΛΟΓΟ ΞΑΝΑ Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΕΙΠΕ : « Το παρελθόν και το παρόν πάντα γίνονταν ένα σ’ αυτή την παραλία και οι πρόγονοί μας έρχονταν μέσα από μας να κλέψουν ακόμα μια εικόνα του ήλιου να δύει πίσω από τ’ Αφεντέλι.»
Η ΩΡΑ ΕΙΧΕ ΠΙΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΟΤΑΝ Ο ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΦΡΑΓΓΟΣ, ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΟΛΩΝ ΣΕ ΜΙΑ ΦΡΑΣΗ, ΦΩΝΑΞΕ ΔΥΝΑΤΑ: «Ο βράχος είναι ο ποιητής Ο βράχος συλλογάται…. Κρατά τη μνήμη ζωντανή»
«Μια μικρή κοινότητα, φήμες, τόπος, θυμήθηκα, επιστρέφουν, λένε πως, πρόγονοι, παρελθόν, παρόν, μνήμες …» Σκόρπιες λέξεις/έννοιες κοινές σε όλους και όλες που έγραψαν μια μικρή ιστορία για το Νησί της Ερεσού, γνώριμες και σε μένα που διαβάζοντάς τες, ήταν σαν να τις άκουσα σε συνεχόμενη ροη, σαν έναν διάλογο, νομίζω γνώριμες και σε σας ..
Μήπως λοιπόν το νήμα που μας δένει με την Ερεσό είναι οι μνήμες που μας προσδιορίζουν αλλά και μας επανα-ορίζουν μέσα από τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους γύρω μας; Μήπως ο φαντασιακός και παράλληλα τόσο πραγματικός τόπος μας είναι εκεί που πραγματώνεται το συνανείκειν;
Η σπουδαιότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας, η Σαπφώ, γεννήθηκε στην Ερεσό και τραγούδησε σε πρώτο πρόσωπο για τη δική της ζωή, για τα δικά της συναισθήματα για την καθημερινότητα της, για τους δικούς τους ανθρώπους. Ξεδίπλωσε δηλαδή, με τρόπο απέριττα συγκινητικό, την δική της υποκειμενικότητα. Παρόμοιες συσσωρευμένες υποκειμενικότητες , σαν ένα ακόμα λυρικό τραγούδι, έχουν μεταφερθεί σε μας και από μας, από ανθρώπους και σε ανθρώπους που έζησαν και ζουν, σχετίστηκαν κάποτε ή σχετίζονται στο παρόν με την Ερεσό. Οι μνήμες, οι αφηγήσεις, οι περιγραφές, παππούδων, γιαγιάδων, γονέων, ανθρώπων που μέσα στα χρόνια στάθηκαν και ξαπόστασαν στην Ερεσό, είτε γιατί γεννήθηκαν και κατάγονταν από εκεί, είτε γιατί βρήκαν το χώρο να αγαπήσουν και αγαπηθούν ανεμπόδιστα, είτε γιατί απλώς ένιωσαν την ομορφιά του μέρους ως ενέργεια καταλυτική, έχουν μεταφερθεί σε μας.
Δεν έχουμε τη βιωμένη εμπειρία του παρελθόντος. Έχουμε όμως τη μνήμη για τον τρόπο ζωής μακρινών εποχών που μας ορίζει σήμερα, στο παρόν. Η μνήμη αυτή γίνεται σημαντική ακριβώς επειδή μας επαναορίζει καθώς έχει πραγματικό νόημα για μας σήμερα. Η μνήμη της δικής μου γιαγιάς, της Ειρήνης Ανδρέου, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερεσό, οι τελετουργίες της καθημερινότητάς της, οι συνθήκες της δικής της ζωής, έχουν καταγραφεί σε μένα ως αποσπάσματα αλλά σήμερα αυτή η μνήμη γίνεται κάτι άλλο, προσωπικό, μια δική μου βιογραφία, που εκκινεί από τη μνήμη του παρελθόντος και με ωθεί στο να φτιάχνω μια νέα μνήμη που την επικοινωνώ. Με τη δημιουργία αυτής νέας μνήμης φεύγω από την Υποκειμενικότητά μου και περνώ στην Διυποκειμενικότητα, δηλαδή στη σχέση μου με τους άλλους. Και όλες οι ετερόκλιτες ομάδες των ανθρώπων που ζουν και σχετίζονται με την Ερεσό, αν και αποτελούν ξεχωριστές Υποκειμενικότητες, μέσα από τον «Λόγο» για την Ερεσό, συνυπάρχουν και συνανήκουν στην ίδια κοινότητα. Και ο τόπος, η Ερεσός, γίνεται σημαντικός για μένα-για όλους μας- λόγω αυτής της συσχέτισης μας. Και επειδή μοιραζόμαστε ως έννοια και αίσθημα «Το Νησί, το Νησάκι μας» το φτιάχνουμε ξανά, το επικοινωνούμε το επανασυστήνουμε και το νοηματοδοτούμε εκ νέου.
Ο τόπος μπορεί να καθορίζεται χωρικά. Η θάλασσα, ο γιαλός, ο κάμπος, το Αφεντέλλι, η Βίγλα, το χωριό, η Μινάβρα, η Παναγιούδα, ο προφήτης Ηλίας ο χωριανός… Μπορεί να καθορίζεται χρονικά μέσα από τα ηλιοβασιλέματα όταν τα βουνά και ο κάμπος γίνονται χρυσά και μωβ, την πανσέληνο που το Νησί λάμπει, τους νοτιάδες του χειμώνα όταν τα κύματα καλύπτουν το νησί ή την ξαφνική Νοτιά του καλοκαιριού που ταράζει την θάλασσα και το πρωινό μας κολύμπι ως το Νησί, ξαφνικά, δεν είναι βεβαιότητα. Όμως ο τόπος αυτός, μέσα στα χωρικά και χρονικά όρια του, γίνεται «Λόγος», γιατί μιλάμε για αυτόν και έτσι παύει να είναι ένας απλός τόπος, αλλά γίνεται πατρίδα, δηλαδή κοινότητα, τόπος που ζούμε και συναντούμε κι άλλους ανθρώπους που βλέπουν και μιλούν για την Ερεσό.
Αυτή ακριβώς είναι -κατά τη γνώμη μου- και η αξία αυτής της συλλογής μικρών ιστοριών για το Νησί της Ερεσού. Μέσα από το γραπτό λόγο όλων όσων συμμετείχαν, όσων διάβασαν ή θα διαβάσουν στο μέλλον το βιβλίο, μέσα από τις συζητήσεις για τις ιστορίες αυτές κρατιέται η μνήμη ζωντανή και δημιουργείται νέα. Το Νησί από αυτόν τον βιωμένο λόγο, που καταγράφεται στις μικρές γραπτές ιστορίες επαναορίζεται, μέσα από νέους θρύλους, ίσως σε ακολουθία παλαιών μύθων, με τη μορφή μιας πέτρινης γυμνής γυναίκας. Δεν έχει πια σημασία αν μπορούμε να την δούμε ως τη μορφή που κάποτε «είδε» ο Λουκάς, σημασία έχει ότι η φαντασιακή αυτή ιστορία είναι πια λόγος που επικοινωνείται και άρα τόπος σημαντικός. Και κοινή νέα μνήμη για την κοινότητα, την πατρίδα.
Και αυτή η νέα συλλογική μνήμη θα ενδυναμώνεται και θα επαναορίζεται εκ νέου μέσα από καινούριες αφηγήσεις που θα σχετίζονται και με συμβάντα σχετικά με αυτές τις μικρές γραπτές ιστορίες. Θα διανθίζεται, για παράδειγμα, με στιγμιότυπα της πρώτης παρουσίασης του βιβλίου, στο Σχολείο, στη Σκάλα, πέρσι το καλοκαίρι, την υπέροχη εκείνη βραδιά που άνοιξε με την χαρά της Μπέτης και της Αντιόπης και ξεδιπλώθηκε κι επικοινωνήθηκε μέσα από το τραγούδι της Μαρίας, και της Χαράς, τους τόσο συμπυκνωμένα δυνατούς στίχους του Σαράντου, τη φωνή του Κλεομένη, τη μουσική του Σόλη, την ευτυχία όλων κατά το χειροκρότημα, τη μυσταγωγική μουσική συνεύρεση πολλών εκ των συντελεστών, στη συνέχεια της βραδιάς, στην αυλή της Φανής.
Θα συνεχίζει να εξιστορείται δηλαδή, δια του λόγου, μέσα από την βιωμένη πια δική μας εμπειρία. Όπως ακριβώς έγινε το πρωινό της επόμενης μέρας της παρουσίασης, που πίνοντας καφέ και τρώγοντας σύκα στην αυλή του Βασίλη και της Ελένης, στη Σκάλα, μοιραζόμασταν σκέψεις και συναισθήματα για το βιβλίο, για τη βραδιά, κι εγώ τους εξιστορούσα στιγμιότυπα από την αυλή της Φανής. Κι όλα αυτά μετά από την δική μου καθημερινή τελετουργία, κάθε φορά που βρίσκομαι το καλοκαίρι στην Ερεσό. Το πρωινό μου κολύμπι ως το Νησί που εκείνη ειδικά την ημέρα είχε πια και για μένα τη μορφή μιας ξαπλωμένης γυναίκας που πλέει μέσα στο νερό.
Αθήνα,28 Ιανουαρίου, 2024
1] Άντερσον, Μπ. (1997). Φαντασιακές Κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού. Μτφρ. Χαντζαρούλα Π.. Αθήνα:Νεφέλη.
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε την ομιλία της Ναυσικάς Χαραλαμπίδου
Και να που βρέθηκε η Ερεσός μας στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας...
Ναυσικά Χαραλαμπίδου
Από την παρουσίαση του βιβλίου «Η κρυφτή γυναίκα- Μικρές ιστορίες για το νησί της Ερεσού», εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, την 1η Μαρτίου 2024, στο εντευκτήριο του Λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας.
Είναι μεγάλη η συγκίνηση σήμερα για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή ένα λογοτεχνικό περιοδικό, το Εμβόλιμον, με τέτοια πορεία στα γράμματα φιλοξενεί την παρουσίαση του βιβλίου μας. Κοιτάξτε μόνο τους τοίχους της αίθουσας για να πάρετε μια ιδέα ποιες προσωπικότητες έχουν περάσει από αυτόν τον χώρο.
Ο δεύτερος λόγος είναι πιο προσωπικός. Με αυτήν την παρουσίαση, επιτεύχθηκε το αδύνατο: μεταφέρθηκε η Ερεσός ολόκληρη, το χωριό μου, από τα πέρατα της Λέσβου, στα Άσπρα Σπίτια, παραλία Διστόμου της Βοιωτίας.Και καθώς η Βοιωτίαέχει γίνει ο τόπος μου τα τελευταία χρόνια, επισημοποιείται, και στον πραγματικό κόσμο, μια αδελφοποίηση μεταξύ δύο τόπων που έχει συντελεστεί ήδη μέσα μου.
Αλλά η έννοια του τόπου, νομίζω, έχει, για όλους μας αυτή τη διττή ιδιαίτερη σημασία. Εννοώ ότι ένας τόπος, πέρα από μια γεωγραφική πραγματικότητα υπάρχει και ως μια άυλη πραγματικότητα μέσα μας. Όπως είναι η Λισαβόνα για τον Πεσσόα, η Αγία Πετρούπολη για τον Ντοστογιέφσκι στη νουβέλα του Λευκές Νύχτες, όπως είναι το Δουβλίνο για τον Τζόυς… Ένας τόπος είναι το εκάστοτε σκηνικό της ζωής μας. Είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο κεντάμε τις αναμνήσεις μας, και άρα επάνω του μπορούμε να καθρεφτιστούμε σε διάφορες ηλικίες, και σε διάφορες εκδοχές του εαυτού μας. Μέσα από τους τόπους μας γινόμαστε εμείς. Νομίζω ότι ακριβώς από αυτή την άυλη πραγματικότητα ενός τόπου άντλησε έμπνευση και το βιβλίο μας, η κρυφτή γυναίκα, που τόσο ταιριαστά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος… Γιατί από αυτήν την άπιαστη πραγματικότητα εμπνευστήκαμε, όταν ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμα του Λουκά να γράψουμε μια ιστορία για την ιδέα του, δηλαδή ότι το Νησί, όπως το αποκαλούμε όλοι στην Ερεσό, ένας βράχος δηλαδή που βρίσκεται 300 μέτρα από την παραλία της Ερεσού, είναι μια γυναίκα ξαπλωμένη στο πλάι πάνω στη θάλασσα.
Η Ερεσός είναι, βέβαια, και υπαρκτός τόπος, και πολύ όμορφος, μάλιστα, στο δυτικό άκρο της Λέσβου. Βρίσκεται στο κίτρινο, ηφαιστειακό μισό του νησιού, πολύ κοντά στο απολιθωμένο δάσος. Και για όσους εδώ δεν γνωρίζετε καθόλου την Ερεσό, θα επιμείνω για λίγο στη γεωγραφικά υπαρκτή Ερεσό, για να σας τη συστήσω, όσο πιο σύντομα μπορώ. Η Ερεσός είναι ένας τουριστικός καλοκαιρινός προορισμός με μια αμμώδη παραλία 3 χιλιομέτρων. Η Ερεσός έχει έναν εκτεταμένο κάμπο, όμορφό όλες τις εποχές, αλλά πανέμορφο την άνοιξη. Ήταν ανέκαθεν γνωστή για τα νόστιμα σύκα της, το κασέρι και τις χάχλες της (τον τραχανά της που πλάθεται και γίνεται σαν μικρό πιατάκι-μπολάκι ). Η Ερεσός τον χειμώνα, για τους περισσότερους από τους περίπου 1500 μόνιμους κατοίκους, σημαίνει Χωριό, με Χ κεφαλαίο, το επάνω χωριό, 4 χιλιόμετρα απόσταση από τη Σκάλα, με τα παραδοσιακά πετρόκτιστα σπίτια.
Από την Ερεσό κατάγονταν ο Θεόφραστος, ο πατέρας της βοτανολογίας. Μαθητής του Αριστοτέλη κι έπειτα διευθυντής ο ίδιος της περιπατητικής σχολής.
Από την Ερεσό κατάγονταν, επίσης, η Σαπφώ, η λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας. Πέρα από τις εικασίες που περιβάλλουν τον βίο της, εγώ εντυπωσιάζομαι με τον δυναμισμό και τη φήμη της, σπάνια και τα δύο για γυναίκα στην εποχή της, ακόμη και στο νησί της Λέσβου όπου οι γυναίκες τον 6ο αι π.χ. είχαν ιδιαίτερη ελευθερία και αναγνώριση. Η λυρική ποίηση της και οι μονωδίες της άνοιξαν νέους δρόμους, σε μια εποχή όπου ήταν πρωτάκουστο να εμφανίζεται το άτομο στο επίκεντρο της ποίησης.
Για να περιγράψω την ανθρωπογεωγραφία της Ερεσού σήμερα, θα δανειστώ τα λόγια μιας γαλλίδας ανθρωπολόγου, της MichelePetit, κατοίκου της Ερεσού για κάποιους μήνες τον χρόνο, αλλιώς με έδρα το Παρίσι. Η MichelePetit έκανε μια ανάρτησή της στο ΦΒ, εμπνευσμένη από την παρουσίαση του βιβλίου μας την Ερεσό, φέτος το καλοκαίρι. Έγραψε, λοιπόν, τα εξής:
«Για μένα, κρυφτή γυναίκα είναι κι αυτοί οι συγγραφείς, αυτοί οι ποιητές, αυτοί οι καλλιτέχνες, και όλοι όσοι παρακολουθούσαν τόσο σιωπηλοί το θέαμα εκείνο το βράδυ, την ύπαρξη όλων των οποίων αγνοούσα μέχρι τότε. Γιατί εδώ οι άνθρωποι συχνάζουν στις ίδιες καφετέριες, στα ίδια εστιατόρια, κάνουν τα ψώνια τους στα ίδια καταστήματα, αλλά γνωρίζουν ελάχιστα ο ένας για τον άλλον.
Υπάρχουν οι κάτοικοι του χωριού που μένουν εκεί όλο το χρόνο. Όσοι κατάγονται από το χωριό και επιστρέφουν σε αυτό κάθε καλοκαίρι, μερικές φορές ακόμα και από την Αυστραλία. Πλήθος εναλλακτικών από πολλές και διάφορες χώρες που έχουν αγοράσει σπίτια και συνταξιοδοτούνται εδώ ή εγκαθίστανται για κάποιους μήνες τον χρόνο,κάνοντας τηλεργασία. Η queer κοινότητα, που αμφιβάλλω ότι είναι μία, καθώς μέσα της υπάρχουν φυλές που αγνοούν η μια την ύπαρξη της άλλης. Τσιγγάνοι από το Μπαγκλαντές. Διακόσιοι νέοι σε αναζήτηση πνευματικότητας, που περνούν τις μέρες τους στο κέντρο του Osho, λίγο πιο πέρα. Μερικοί Πακιστανοί πρόσφυγες, κάποιοι από τους οποίους βρίσκονται εδώ για χρόνια. Και όλοι και όλες αυτοί που ξεχνώ. Το θαύμα της διαφορετικότητας.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι συνυπάρχουν χωρίς συγκρούσεις, αφήνοντας τον διπλανό τους στην ησυχία του, αλλά και χωρίς, συνήθως, να δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτόν.
Όλοι αυτοί υπό την προστασία της κρυφτής γυναίκας που είναι ξαπλωμένη εκεί, απέναντί μας, και στης οποίας τα όνειρα, μερικές φορές, κατοικούμε.»
Θέλω να σταθώ ιδιαιτέρως στο θαύμα της διαφορετικότητας, στο οποίο αναφέρεται η Michele Petit στην ανάρτησή της. Κι έτσι να αρχίσω να μιλώ πιο συγκεκριμένα για το βιβλίο μας. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε με μια μέθοδο που θυμίζει παιχνίδι. Παρέδιδες το κείμενο σου στον Λουκά, και μόνο μετά μπορούσες να διαβάσεις τα κείμενα των υπόλοιπων. Όταν, λοιπόν πρωτοδιάβασα τα κείμενα όσων είχαν ήδη γράψει πριν από εμένα, ενθουσιάστηκα που ήταν τόσο εκπληκτικά διαφορετικά μεταξύ τους. Και στην πολυκύμαντη εποχή μας όπου ασκούνται πιέσεις για ταξινόμηση και ομοιομορφία παντού, εν πολλοίς σύμφωνα με τις επιταγές του μάρκετινγκ, βρίσκω ότι αυτό είναι πολύ σπουδαίο επίτευγμα και ένα άξιο μήνυμα του βιβλίου. Τελείως διαφορετικές ματιές και θέσεις, άνθρωποι μεγάλης ηλικιακής διακύμανσης, με πολυποίκιλες επαγγελματικές ασχολίες, ακόμα και αλλόφωνοι (ένα κείμενο είναι γραμμένο στα αγγλικά) μπορούν να συνυπάρξουν και να κάνουν μια πορεία μαζί. Παρότι όλα τα κείμενα γράφτηκαν για έναν κοινό τόπο, τον βράχο, το Νησί της Ερεσού, δεν περιέχουν κοινοτοπίες και στερεοτυπίες εντοπιότητας. Γιατί κατά βάθος, με αφορμή έναν βράχο καταμεσής στη θάλασσα, το κάθε διήγημα, το κάθε ποίημα, δεν περιγράφει την κρυφτή γυναίκα, αλλά τον ίδιο τον συγγραφέα. Οι ιστορίες είναι τόσο διαφορετικές όσο είμαστε κι εμείς μεταξύ μας. Κι αυτό συμβαίνει χάρη στο θαύμα της μυθοπλασίας: μέσα από ψέματα, μέσα την αφήγηση τάχα άσχετων, φανταστικών ιστοριών, εμβόλιμων, (δεν είναι τυχαίο το όνομα του περιοδικού που μας φιλοξενεί, νομίζω) σκάβεις δίοδο προς πιο μύχιες αλήθειες του εαυτού, αποκαλύπτεσαι ο ίδιος·στη λογοτεχνία με τρόπο που, ελπίζεις, να αφορά και άλλους.
Κι έτσι, για μία, η κρυφτή γυναίκα ήταν βράχος-γυναίκα ζωντανή που περίμενε τα μεσάνυχτα, όταν κανείς δεν βλέπει, για να τεντώσει τα μέλη της, ενώ για άλλη ήταν, αντίθετα, μια γυναίκα νεκρή, θύμα γυναικοκτονίας. Ο βράχος παρουσιάζεται ως ποιητής αλλά και ως η έμπνευση ενός φωτογράφου. Δίπλα στον βράχο εμφανίζεται η Σαπφώ και ηχεί η λύρα της, ενώ μας παρουσιάζεται, επίσης, ένας άλλος Οδυσσέας που ξεκίνησε τον περίπλου του από τον Καναδά και συναντά την Καλυψώ. Το Νησί είναι επίσης ασάλευτη γυναίκα που φέρει τις αλήθειες και τις μνήμες όλων μας. Όμως θυμίζει και κοιλιά μάνας που μέσα της η Ίτσι, το κορίτσι, σαν το μωρό σαλεύει συνέχεια. Μια ιστορία μιλάει για τη Μέδουσα, που σύμφωνα με τον μύθο ήταν απειλή για τους ανθρώπους, αφού τους έκανε πέτρα, ενώ σε άλλη ιστορία διαβάζουμε πώς ο βράχος είναι κέλυφος που προστατεύει μια πανάρχαιη κοινωνία, έως ότου ο κόσμος επιτέλους αλλάξει. Κάποια υποστηρίζει ότι ο βράχος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς κι όλοι αναρωτιούνται ακόμη για το μεγάλο κενό που κληροδότησε, ενώ άλλη αφηγείται ότι υπάρχει αιώνια, από τη γέννηση του κόσμου… Ο βράχος-γυναίκα είναι, επίσης, κάμωμα του Δία από ανεκπλήρωτο έρωτα με μαθήτρια της Σαπφούς, αλλά και μάνα που πέτρωσε για να προστατεύσει το τέκνο της. Υπάρχει μια ιστορία για μια γυναίκα που εγκλωβίστηκε σε ένα γάμο, αλλά κι άλλη μια που ιστορεί ότι η ηρωίδα απελευθερώνεται μετά την αναμέτρηση με τη γυναίκα-που-κοιμάται-αμέριμνα-στη-θάλασσα.
Και νομίζω ότι αυτή η τελευταία ιστορία μιλάει και για την περιπέτεια αυτού του βιβλίου, που απελευθερώνει διαδοχικά όλο και περισσότερες δυνατότητες. Χωρίς μεγαλεπήβολες προθέσεις, αλλά με θετικότητα και καλή διάθεση, και χαρά για τη διαφορετικότητα μεταξύ μας, το εγχείρημα αυτό γεννά συνέχεια καινούργια πράγματα. Γιατί, περιέργως, εκτός της διαφορετικότητας, στηρίχτηκε και στο συλλογικό πνεύμα που έχει χτιστεί γύρω από τη λέξη Ερεσός. Ξεκίνησε από την ιδέα ενός γλύπτη, μετουσιώθηκε σε δεκαέξι γραπτά, τα οποία, χάρη στη στήριξη και την οργάνωση του Συλλόγου Απανταχού Ερεσίων, ο Θεόφραστος, δημιούργησαν ένα καλαίσθητο βιβλίο από τις εκδόσεις Τόπος. Το αγκάλιασαν καλλιτέχνες, κάποιους από τους οποίους θα θαυμάσετε και σήμερα, και οργανώθηκαν πολύ ενδιαφέρουσες παραστάσεις για την παρουσίαση του βιβλίου, όπως ελπίζουμε κι αυτή εδώ.
Με την ευκαιρία να σας συστήσω με δυο λόγια τους καλλιτέχνες: είναι ο Σόλης Μπαρκή, η ιδιοφυία των κρουστών, ακάματος, με πολύ σημαντικές συνεργασίες από όλο το μουσικό στερέωμα, είναι τόσοι πολλές που, ο χρόνος δεν μας φτάνει. Να αναφέρω το πιο πρόσφατο, τη συναυλία του στο Μέγαρο Μουσικής με τον Γιώργο Ψυχογιό. Ο Ανδρέας Αναγνωστόπουλος, ο βιρτουόζος του πιάνου, επίσης με πολλές και σημαντικές συνεργασίες στον χώρο, πάλι για να μην μακρηγορώ θα πω μόνο ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε ο δίσκος «Και τα μελλούμενα για σένα», με δώδεκα ποιήματα του ποιητή Δημήτρη Κ.Παπακωνσταντίνου, σε μελοποίηση και σύνθεση του Ανδρέα. Η Μαρία Ελευθεριάδη, ηθοποιός και τραγουδίστρια, οι τελευταίες της παραστάσεις ήταν στο ΚΘΒΕ ο Επιθεωρητής του Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, και Ο Καραγκιόζης στην Νέα Υόρκη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με το Θίασο του Ηλία Καρελλά. Και ο Νότης Πλάκας, εραστής του θεάτρου, με πολλά χιλιόμετρα στο σανίδι και με ταλέντο, που θα το διαπιστώσετε.
Έλεγα, λοιπόν, ότι η κρυφτή γυναίκα συνέχεια παράγει πολιτισμό, υπό την έννοια ότι εμπνέει ανθρώπους να αναρωτηθούν και να εκφραστούν μέσα από έργα…
Και με τη λέξη πολιτισμό, να επιστρέψω τώρα πάλι εδώ στη γεωγραφική πραγματικότητα των Άσπρων Σπιτιών, της παραλίας Διστόμου, σε τούτο εδώ το εντευκτήριο, αναμφισβήτητη κοιτίδα πολιτισμού, ναό της μυθοπλασίας, όπου έχουμε την τόσο μεγάλη τύχη να σκάβουμε προς τις πιο μύχιες αλήθειες μέσα μας, συνομιλώντας με σπουδαίους συγγραφείς και με το έργο τους. Κοιτίδα πολιτισμού, επίσης, χάρη στη γενναιοδωρία και την ανοιχτοσύνη των ανθρώπων του, ως παράδειγμα στάσης ζωής, τους οποίους θέλω να ευχαριστήσω θερμά, τον Γιώργο, βέβαια, την ψυχή αυτού του μέρους, αυτού του τόπου, τολμώ να πω, λες και το Εμβόλιμον είναι ένας ολόκληρος τόπος. Να ευχαριστήσω και τον Κώστα, και τον Νίκο, και τη Σοφία, και την Ανθή, που με εκπλήσσει ο τρόπος που τόσο ευγενικά και πρόθυμα είναι στο πλάι μας.
Επίσης, να ευχαριστήσω το Εμβόλιμον και το εργοστάσιο Αλουμινίου εκ μέρους όλων για τη φιλοξενία. Και τέλος να ευχαριστήσω το Vicko Λειβαδιάς για την ευγενική χορηγία για το ηλεκτρικό πιάνο, καταλαβαίνω τη συγκίνηση μιας Ερέσιας για την οποία σήμερα καταλύθηκαν τελείως οι γεωγραφικές αποστάσεις, έτσι ώστε να είμαστε βέβαιες (γιατί είμαστε δύο που είμαστε βέβαιες) ότι βρισκόμαστε ταυτόχρονα στα Άσπρα Σπίτια σήμερα, πρώτη μέρα της άνοιξης και στην Ερεσό καλοκαίρι. Θα ήθελα να είχα τις γνώσεις φυσικής και αστρονομίας του Στάθη, ώστε να μπορέσω ίσως να καταλάβω πώς γίνεται να καταλύεται έτσι ο χωροχρόνος. Μακρηγόρησα όμως και η μουσική περιμένει. Αποσπάσματα θα «διαβαστούν» τώρα μετά μουσικής από τον Νότη, τη Μαρία, τον Ανδρέα, τον Σόλη.
Comments